- πολυνέφελος
- πολυνέφελοςovercast with cloudsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυνέφελος — ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α (ως προσωνυμία τού Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α νέφελος] … Dictionary of Greek
πολυνέφελον — πολυνέφελος overcast with clouds masc/fem acc sg πολυνέφελος overcast with clouds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυνεφέλας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πολυνέφελος … Dictionary of Greek
πολυνεφέλου — πολυνέφελας masc gen sg πολυνέφελος overcast with clouds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)